ηνωμένος

ηνωμένος
η , ο[ν] соединённый, объединённый; единый;
Ηνωμένες Πολιτείες Соединённые Штаты; Ηνωμένο Βασίλειο Соединённое королевство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηνωμένος" в других словарях:

  • ηνωμένος — ηνωμένος, η, ο και ενωμένος, η, ο επίρρ. α: Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. – Ηνωμένο Βασίλειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡνωμένος — ἑνόω make one perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • ηνωμένως — (AM ἡνωμένως) επίρρ. 1. σε μια ενότητα 2. μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ενώνω] …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»